- ἐπινίκειος
- ἐπινίκ-ειος [ῑ], ον, = sq., S.OC1088 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
'πινικείῳ — ἐπινικείῳ , ἐπινίκειος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)